αφηρωισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφηρωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφηρωίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αφηρωισμένος -η -ο
- (λόγιο) που έχει μετατραπεί σε ήρωα και του απονέμεται λατρεία
- μπροστά στους τάφους των αφηρωισμένων νεκρών αφήνονταν προσφορές