γαγγραινιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαγγραινιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαγγραινιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
γαγγραινιασμένος, -η, -ο
- που έχει πάθει γάγγραινα