γλιστράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλιστράω < γλιστρ(ώ) + -άω, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική γλιστρῶ < ἐγλιστρῶ < ελληνιστική κοινή ἐκλιστρῶ, συνηρημένη μορφή του ἐκλιστράω < ἐκ + λίστρον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣliˈstɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλι‐στρά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλιστράω/γλιστρώ, αόρ.: γλίστρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι εφαπτόμενος σε μια λεία επιφάνεια χωρίς τριβή
    Το έλκυθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
  2. χάνω την ισορροπία μου επειδή πάτησα σε απολύτως λεία ή υγρή επιφάνεια
    Γλίστρησα στο παρκέ και παραλίγο να πέσω.
  3. (για οχήματα) χάνω την κατευθυντικότητά μου εξαιτίας ολισθηρού οδοστρώματος
    Το αυτοκίνητο γλίστρησε γιατί υπήρχαν χυμένα λάδια στο δρόμο.
  4. (μεταφορικά) κινούμαι αθόρυβα χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
    Γλίστρησε σαν τον κλέφτη μέσα στο δωμάτιο.
  5. (για επιφάνειες, απρόσωπο, στο τρίτο πρόσωπο) υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσει κάποιος
    → δείτε στο τρίτο πρόσωπο ενικού γλιστράει και γλιστρούσε
    Προσοχή, μετά το ψιλόβροχο γλιστράει ο δρόμος.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.