γνεύσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γνεύσιος | οι | γνεύσιοι |
γενική | του | γνεύσιου & γνευσίου |
των | γνεύσιων & γνευσίων |
αιτιατική | τον | γνεύσιο | τους | γνεύσιους & γνευσίους |
κλητική | γνεύσιε | γνεύσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γνεύσιος < (άμεσο δάνειο) αγγλική gneiss < γερμανική Gneis < μέση άνω γερμανική gneist < παλαιά άνω γερμανική gneisto (σπίθα) < πρωτογερμανική *ga- + *hnaistô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghneidh- (διαβρώνω, γδέρνω, τρίβω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γνεύσιος αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος πετρώματος αρκετά διαδεδομένου, που μοιάζει με γρανίτη και που έχει σχηματιστεί από μεταμόρφωση πυριγενών αλλά και ιζηματογενών πετρωμάτων και περιέχει χαλαζία, άστριο κ.ά.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γνεύσιος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)