δημογέροντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημογέροντας < αρχαία ελληνική δημογέρων < δῆμος + γέρων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημογέροντας αρσενικό
- (πολιτική, ιστορία) ένας από τους ηγέτες των αυτοδιοικούμενων χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δημογεροντία
- δημογεροντικός
- → δείτε τις λέξεις δήμος και γέρος