διακειμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακειμενικός < δια- + κειμενικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextual
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακειμενικός αρσενικό
- (φιλολογία) που αφορά περισσότερα του ενός κείμενα και τη μεταξύ τους σχέση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακειμενικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)