διακομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακομίζω < δια- + κομίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈmi.zo/ & /ðʝa.koˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κο‐μί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διακομίζω, αόρ.: διακόμισα, παθ.φωνή: διακομίζομαι, π.αόρ.: διακομίστηκα, μτχ.π.π.: διακομισμένος

  1. (λόγιο) μεταφέρω κάποιον τραυματία ή ασθενή σε νοσοκομείο ή άλλο σχετικό χώρο
  2. (τεχνολογία) αναμεταδίδω, αναδιανέμω, χρησιμοποιώ διακομιστή

Συγγενικά[επεξεργασία]

άλλα σύνθετα του κομίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακομίζω < δια- + κομίζω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]