διαμεταγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμεταγωγή < δια- + μεταγωγή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική throughput[1])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.a.me.ta.ɣo.ˈʝi/ & /ðʝa.me.ta.ɣo.ˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐με‐τα‐γω‐γή ή δια‐με‐τα‐γω‐γή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμεταγωγή θηλυκό
- (πληροφορική) η αποστολή ή λήψη δεδομένων από κάποιο πληροφοριακό σύστημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαμεταγωγή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαμεταγωγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)