δοξολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοξολογία οι δοξολογίες
      γενική της δοξολογίας των δοξολογιών
    αιτιατική τη δοξολογία τις δοξολογίες
     κλητική δοξολογία δοξολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοξολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δοξολογία}}[1] < αρχαία ελληνική δόξα + -λογία (< δοκέω / δοκῶ) + λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.kso.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ξο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοξολογία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δόξα και λέγω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • Μικρή Δοξολογία
  • Μεγάλη Δοξολογία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]