εμβρόντητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβρόντητος < αρχαία ελληνική ἐμβρόντητος < ἐν + βροντάω / βροντῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
εμβρόντητος, -η, -ο
Δείτε επίσης : ἐμβρόντητος |
εμβρόντητος, -η, -ο