εξόστωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξόστωση οι εξοστώσεις
      γενική της εξόστωσης* των εξοστώσεων
    αιτιατική την εξόστωση τις εξοστώσεις
     κλητική εξόστωση εξοστώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοστώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξόστωση < ελληνιστική κοινή ἐξόστωσις < αρχαία ελληνική ἐξ + ὀστέον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική exostose[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική exostosis[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkso.sto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξό‐στω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξόστωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Exostosis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 εξόστωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)