επιπληκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπληκτικός < ελληνιστική κοινή ἐπιπληκτικός < αρχαία ελληνική ἐπιπλήσσω / ἐπιπλήττω
Επίθετο[επεξεργασία]
επιπληκτικός -ή -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπληκτικός
|