επιχωμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχωμάτωση οι επιχωματώσεις
      γενική της επιχωμάτωσης* των επιχωματώσεων
    αιτιατική την επιχωμάτωση τις επιχωματώσεις
     κλητική επιχωμάτωση επιχωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχωμάτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιχωμάτω(σις) + -ση < επιχωματώ(νω) + -σις[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιχωμάτωση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]