εργάτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εργάτρια θηλυκό (αρσενικό εργάτης)
- (επάγγελμα) θηλυκό του εργάτης
- (ειδικότερα) κοινή θηλυκή μέλισσα, σε αντίθεση με τη βασίλισσα και τους κηφήνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εργάτης
θηλυκό του εργάτης