εσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εσμός | οι | εσμοί |
γενική | του | εσμού | των | εσμών |
αιτιατική | τον | εσμό | τους | εσμούς |
κλητική | εσμέ | εσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσμός (σμάρι μέλισσες) < ἕζομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσμός αρσενικό
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός ενός συνόλου προσώπων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καθίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- εσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εσμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)