ευμετάβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμετάβολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμετάβολος < εὖ + μεταβάλλω < μετά + -βολος (βάλλω). Μορφολογικά αναλύεται σε ευ- + μετά- + -βολος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.meˈta.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐με‐τά‐βο‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευμετάβολος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευμετάβολος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βολος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)