εφησυχασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφησυχασμένος η εφησυχασμένη το εφησυχασμένο
      γενική του εφησυχασμένου της εφησυχασμένης του εφησυχασμένου
    αιτιατική τον εφησυχασμένο την εφησυχασμένη το εφησυχασμένο
     κλητική εφησυχασμένε εφησυχασμένη εφησυχασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφησυχασμένοι οι εφησυχασμένες τα εφησυχασμένα
      γενική των εφησυχασμένων των εφησυχασμένων των εφησυχασμένων
    αιτιατική τους εφησυχασμένους τις εφησυχασμένες τα εφησυχασμένα
     κλητική εφησυχασμένοι εφησυχασμένες εφησυχασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφησυχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφησυχάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

εφησυχασμένος -η -ο

  • που έχει εφησυχάσει, που αδικαιολόγητα έχει πάψει να ανησυχεί για το τι συμβαίνει γύρω του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]