ηθικοκανονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθικοκανονιστικός < ηθικός + -ο- + κανονιστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηθικοκανονιστικός
- (λόγιο) που είναι κανονιστικός με μια ηθική διάσταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθικοκανονιστικός
|