ηθικοκανονιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθικοκανονιστικός η ηθικοκανονιστική το ηθικοκανονιστικό
      γενική του ηθικοκανονιστικού της ηθικοκανονιστικής του ηθικοκανονιστικού
    αιτιατική τον ηθικοκανονιστικό την ηθικοκανονιστική το ηθικοκανονιστικό
     κλητική ηθικοκανονιστικέ ηθικοκανονιστική ηθικοκανονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθικοκανονιστικοί οι ηθικοκανονιστικές τα ηθικοκανονιστικά
      γενική των ηθικοκανονιστικών των ηθικοκανονιστικών των ηθικοκανονιστικών
    αιτιατική τους ηθικοκανονιστικούς τις ηθικοκανονιστικές τα ηθικοκανονιστικά
     κλητική ηθικοκανονιστικοί ηθικοκανονιστικές ηθικοκανονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηθικοκανονιστικός < ηθικός + -ο- + κανονιστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ηθικοκανονιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]