ηλεκτρονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρονικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλεκτρονικός
- σχετικός με την ηλεκτρονική
- (τεχνολογία) ηλεκτρονική, αποκαλείται συσκευή που είναι κατασκευασμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία (εξαρτήματα)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρονικός
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρονικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρονικός αρσενικό
- τεχνίτης της ηλεκτρονικής
- (τεχνολογία, επάγγελμα) το πρόσωπο που σχεδιάζει, κατασκευάζει και συντηρεί ηλεκτρονικές συσκευές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρονικός
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)