ηλιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλιασμός οι ηλιασμοί
      γενική του ηλιασμού των ηλιασμών
    αιτιατική τον ηλιασμό τους ηλιασμούς
     κλητική ηλιασμέ ηλιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλιασμός < ηλιάζω (ηλιασ-) + -μός < αρχαία ελληνική ἡλιάζω < ἥλιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sāwélios < *sóh₂wl̥

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.li.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐α‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλιασμός αρσενικό

  1. η πρόσπτωση των ακτίνων του ηλίου κάπου
    Χαράξεις οικοδομικών τετραγώνων και επιτρεπόμενα ύψη κτιρίων τέτοια που να επιτρέπουν τον ηλιασμό -και άρα τη θέρμανση και τον φυσικό φωτισμό- των περισσότερων κτιρίων. «Είναι απαράδεκτο το φαινόμενο της νότιας οικοδομής που σκιάζει όλα τα διπλανά και πίσω της κτίρια. Χρειάζονται ελεύθεροι χώροι με πράσινο και όχι τσιμέντο. Προσφέρουν δροσιά το καλοκαίρι, κόβουν το κρύο τον χειμώνα και προσφέρουν πολύτιμο οξυγόνο στον αστικό χώρο. Κτίρια με μονώσεις, με εκμετάλλευση του ηλιασμού και φύλαξη από τον βοριά (σχεδιάζοντας σωστά τα πορτοπαράθυρα)» είναι απαραίτητα, όπως τονίζεται στη μελέτη. (*)
  2. η έκθεση στις ακτίνες του ηλίου
     συνώνυμα: ηλίασμα, ήλιασμα, λιάσιμο
  3. ο βαθμός της ηλιακής ακτινοβολίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]