ηλιοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιοκεντρικός < ηλιο- + κεντρικός < διαγλωσσική ορολογία helio-, centr- < αρχαία ελληνική ἥλιος + κέντρον [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.li.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλιοκεντρικός
- (αστρονομία) που θεωρεί τον ήλιο κέντρο ενός συστήματος ουράνιων σωμάτων
- ↪ ηλιοκεντρικό σύστημα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ηλιοκεντρικά (επίρρημα)
- ηλιοκεντρισμός
→ και δείτε τις λέξεις ήλιος και κέντρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοκεντρικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ηλιοκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)