ημιαποθετικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιαποθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιαποθετικός. Δείτε verba (ρήματα) semideponentia (ημιαποθετικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.mi.a.po.θe.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐πο‐θε‐τι‐κό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιαποθετικό ουδέτερο
- (γραμματική) ρήμα ενεργητικής διάθεσης, που σχηματίζει κάποιους χρόνους του κατά την ενεργητική φωνή και κάποιους κατά την παθητική φωνή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ημιαποθετικός
- → δείτε τις λέξεις ημι-, αποθετικός και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιαποθετικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ημιαποθετικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ημιαποθετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ημιαποθετικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)