καλλικέλαδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλικέλαδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλικέλαδος < αρχαία ελληνική καλλι- (< καλός) + κέλαδος
Επίθετο[επεξεργασία]
καλλικέλαδος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές)
- (για πουλιά) που κελαηδάει ωραία
- (κατ’ επέκταση) που ηχεί ωραία
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) καλλίφωνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλικέλαδος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλλι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)