κατοχυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατοχυρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοχυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κατοχυρωμένος, -η, -ο
- που έχει κατοχυρωθεί