κρυοσυντήρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρυοσυντήρηση | οι | κρυοσυντηρήσεις |
γενική | της | κρυοσυντήρησης* | των | κρυοσυντηρήσεων |
αιτιατική | την | κρυοσυντήρηση | τις | κρυοσυντηρήσεις |
κλητική | κρυοσυντήρηση | κρυοσυντηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυοσυντηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυοσυντήρηση θηλυκό
- όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση συντήρησης συγκεκριμένων ιστών ή βιολογικών υλικών στο ψύχος, όπως ωαρίων, εμβρύων, σπέρματος, τμημάτων του ομφάλιου λώρου και αίματος, ώστε να αποφευχθεί η άκομψη χρήση λέξεων όπως κατεψυγμένος και κατάψυξη που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τρόφιμα, όπως και του όρου κρυογονική και κρυονική που συνδέθηκαν με την ψύξη νεκρών ή τη μελέτη του ψύχους σε άψυχα είδη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυοσυντήρηση