λαρυγγίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαρυγγίτιδα οι λαρυγγίτιδες
      γενική της λαρυγγίτιδας των λαρυγγίτιδων
    αιτιατική τη λαρυγγίτιδα τις λαρυγγίτιδες
     κλητική λαρυγγίτιδα λαρυγγίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαρυγγίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λαρυγγῖτις από την αιτιατική ενικού σε -ίτιδα: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngite < νεολατινική laryngitis < αρχαία ελληνική λάρυγξ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ɾiŋˈɟi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ρυγ‐γί‐τι‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαρυγγίτιδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]