μετανιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετανιώνω < μεσαιωνική ελληνική μετανιώνω < μεταγνώνω / μεταγνώθω < αρχαία ελληνική μεταγιγνώσκω / μεταγινώσκω < γιγνώσκω / γινώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)[1]
Κατ' άλλη άποψη: < μετάνοι(α) + -ώνω με ορθογραφική απλοποίηση[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈɲo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐νιώ‐νω

Ρήμα

μετανιώνω, αόρ.: μετάνιωσα, μτχ.π.π.: μετανιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συνειδητοποιώ με συντριβή τα λάθη μου και τις υπαρκτές ή πιθανές επιπτώσεις τους, μετανοώ
    Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτά που είπες.
  2. αλλάζω γνώμη
    Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μετανιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας