μικροκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροκέφαλος < αρχαία ελληνική μικροκέφαλος
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροκέφαλος
- που έχει πολύ μικρό κεφάλι, που πάσχει από μικροκεφαλία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροκέφαλος
|