μονά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μόνα, Μόνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μονά
      γενική των μονών
    αιτιατική τα μονά
     κλητική μονά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονός < αρχαία ελληνική μόνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (προφορικό) οι μονοί αριθμοί
  2. τα αυτοκίνητα που ο αριθμός κυκλοφορίας τους λήγει σε 1, 3, 5, 7, 9 και που κυκλοφορούν τις μονές μέρες του μήνα σε κάποιες περιοχές

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μονά