νηματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νηματώδης < ελληνιστική κοινή νηματώδης < αρχαία ελληνική νῆμα
Επίθετο[επεξεργασία]
νηματώδης
- (λόγιο) που μοιάζει με νήμα
- άλλες μορφές: νηματοειδής
- (λόγιο) που αποτελείται από νήματα
- άλλες μορφές: νημάτινος
- (ουσιαστικοποιημένο) νηματώδη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηματώδης
|