ξηρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξηρά | ||
γενική | της | ξηράς | ||
αιτιατική | την | ξηρά | ||
κλητική | ξηρά | |||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ξηρά < λόγιο ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξηρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξηρά θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξηρά
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ξηρά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξηρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξηρά
- (λόγιο) θηλυκό του ξηρός στην ονομαστική και κλητική του ενικού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξηρό, ουδέτερο του ξηρός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)