ξηρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξερά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξηρά
      γενική της ξηράς
    αιτιατική την ξηρά
     κλητική ξηρά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ξηρά < λόγιο ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξηρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηρά θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ξηρά < ξηρ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξηρά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξηρά

  1. (λόγιο) θηλυκό του ξηρός στην ονομαστική και κλητική του ενικού
    ξηρά τροφή
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξηρό, ουδέτερο του ξηρός