ολιγοήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοήμερος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοήμερος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ἡμέρα
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγοήμερος -η -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοήμερος