ουρανισκόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρανισκόφωνος < ουρανίσκος + -ο- + φωνή + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική palatal)
Επίθετο[επεξεργασία]
ουρανισκόφωνος
- (γραμματική) (παρωχημένο) άλλη μορφή του ουρανικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ουρανίσκος, ουρανός και φωνή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρανισκόφωνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)