ουρανικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρανικός < ουρανός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική palatal)
- ουρανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: uranic < αρχαία ελληνική οὐρανός
- ουρανικός < μεσαιωνική ελληνική οὐρανικός < αρχαία ελληνική οὐρανός
Επίθετο
[επεξεργασία]ουρανικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (γραμματική) (φθόγγος) που σχηματίζεται όταν η γλώσσα ακουμπά στο σκληρό ουρανίσκο
- (ουσιαστικοποιημένο) ουρανικά: (γραμματική) τα ουρανικά σύμφωνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ουρανικοποίηση
- ουρανώνω
- ουράνωση
- → δείτε τη λέξη ουρανός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ουρανικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ουρανικός, -ή, -ό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ουράνιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ουρανός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)