παράτυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράτυφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paratyphoid[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paratyphoïde[1] < αρχαία ελληνική παρά + τῦφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράτυφος αρσενικό
- (ιατρική) οξεία μολυσματική εντερική πάθηση που μοιάζει με τυφοειδή πυρετό αλλά είναι λιγότερο σοβαρή και προκαλείται από την κατανάλωση τροφής μολυσμένης με βακτήρια σαλμονέλας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρατυφικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και τύφος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παράτυφος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράτυφος
- ↑ 1,0 1,1 παράτυφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)