παραχωρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραχωρητικός < ελληνιστική κοινή παραχωρητικός < αρχαία ελληνική παραχωρέω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concessivus)
Επίθετο[επεξεργασία]
παραχωρητικός
- που έχει σχέση με παραχώρηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- υποχωρητικός, ενδοτικός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- παραχωρητικές προτάσεις: (γραμματική) που δηλώνουν παραχώρηση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραχωρητικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)