προσεγγιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσεγγιστικός < προσεγγίζω + -τικός {(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική approximatif)
Επίθετο[επεξεργασία]
προσεγγιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με προσέγγιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά προσέγγιση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσεγγίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατά προσέγγιση
γλωσσολογία