ριζόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριζόμορφος η ριζόμορφη το ριζόμορφο
      γενική του ριζόμορφου της ριζόμορφης του ριζόμορφου
    αιτιατική τον ριζόμορφο τη ριζόμορφη το ριζόμορφο
     κλητική ριζόμορφε ριζόμορφη ριζόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριζόμορφοι οι ριζόμορφες τα ριζόμορφα
      γενική των ριζόμορφων των ριζόμορφων των ριζόμορφων
    αιτιατική τους ριζόμορφους τις ριζόμορφες τα ριζόμορφα
     κλητική ριζόμορφοι ριζόμορφες ριζόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριζόμορφος < ρίζ(α) + -ό- + -μορφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾiˈzo.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐ζό‐μορ‐φος

Επίθετο[επεξεργασία]

ριζόμορφος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.