σκληρόφυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληρόφυλλος < ελληνιστική κοινή σκληρόφυλλος < αρχαία ελληνική σκληρός + φύλλον
Επίθετο[επεξεργασία]
σκληρόφυλλος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκληροφυλλία
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και φύλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληρόφυλλος
|