σκωληκοειδίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωληκοειδίτιδα οι σκωληκοειδίτιδες
      γενική της σκωληκοειδίτιδας των σκωληκοειδίτιδων
    αιτιατική τη σκωληκοειδίτιδα τις σκωληκοειδίτιδες
     κλητική σκωληκοειδίτιδα σκωληκοειδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκωληκοειδίτιδα < (καθαρεύουσα) σκωληκοειδ(ῖτις) + κατάληξη της δημοτικής -ίτιδα < αρχαία ελληνική σκωληκοειδής (αυτός που ομοιάζει με σκουλήκι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sko.li.ko.iˈði.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκω‐λη‐κο‐ει‐δί‐τι‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκωληκοειδίτιδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]