ταμπακιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταμπακιέρα οι ταμπακιέρες
      γενική της ταμπακιέρας
    αιτιατική την ταμπακιέρα τις ταμπακιέρες
     κλητική ταμπακιέρα ταμπακιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμπακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tabacchiera (tabacco: καπνός) < παλαιά γαλλική tabaquière.[1] Αναλύεται μορφολογικά σε ταμπάκ(ος) + -ιέρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.baˈce.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐μπα‐κιέ‐ρα
ταμπακιέρα γεμάτη τσιγάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταμπακιέρα θηλυκό

  1. μικρή μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη
  2. σακουλάκι ή τσιγαροθήκη για την εύχρηστη μεταφορά καπνού
  3. (μεταφορικά) το κυρίως θέμα, το πιο ουσιώδες σε μια συζήτηση
    Είπαμε για όλα τα άλλα αλλά για την ταμπακιέρα τίποτε.
  4. (προφορικό, επαγγελματική αργκό) θήκη για βίδες, καρφιά κ.λπ., είτε ξεχωριστή είτε ως μέρος εργαλειοθήκης(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Θήκη για καπνό:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • για την ταμπακιέρα (ουδείς λόγος/τίποτα/κουβέντα): για το φλέγον/ουσιώδες/επίμαχο ζήτημα/θέμα ([δεν ειπώθηκε] ουδείς λόγος/τίποτα/κουβέντα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]