τράκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράκα | οι | τράκες |
γενική | της | τράκας | — | |
αιτιατική | την | τράκα | τις | τράκες |
κλητική | τράκα | τράκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- τράκα < τρακάρω + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράκα θηλυκό
- (οικείο) τρακάρισμα, σύγκρουση οχημάτων
- έγινε τράκα στη διασταύρωση
- (λαϊκότροπο) απόσπαση αγαθού (ή χρηματικού ποσού) μικρής αξίας, χωρίς αντάλλαγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τράκα
|
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράκα | οι | τράκες |
γενική | της | τράκας | — | |
αιτιατική | την | τράκα | τις | τράκες |
κλητική | τράκα | τράκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- τράκα < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τράκα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τράκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)