τσιτσίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιτσίρισμα < τσιτσιρίζω + -μα < τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιτσίρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του τσιτσιρίζω
- ο χαρακτηριστικός τσιριχτός ήχος που βγαίνει όταν κάτι τσιτσιρίζεται
- (μεταφορικά) (οικείο) εξακολουθητική και έντονη ταλαιπωρία