υγρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγρό τα υγρά
      γενική του υγρού των υγρών
    αιτιατική το υγρό τα υγρά
     κλητική υγρό υγρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υγρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγρό ουδέτερο

  1. (φυσική) ρευστό με επιφανειακή τάση
    φυσικό σώμα σε υγρή κατάσταση
    το καλοκαίρι ο οργανισμός μας χρειάζεται υγρά
    η ταχύτητα του ήχου είναι μεγαλύτερη στα υγρά από ό,τι στον αέρα

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

υγρό