υπερκοπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερκοπωμένος < υπερκοπιάζω + -ωμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερκοπωμένος[1] (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (σπάνιο) που έχει υπερκοπιάσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπερκόπωση, υπέρ, κόπος και κόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερκοπωμένος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υπερκοπωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωμένος (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές σύνθετες χωρίς ρήμα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)