υπερπλασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπλασία οι υπερπλασίες
      γενική της υπερπλασίας των υπερπλασιών
    αιτιατική την υπερπλασία τις υπερπλασίες
     κλητική υπερπλασία υπερπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperplasie < hyper- (αρχαία ελληνική ὑπέρ) + πλάσις (πλάσιμο) + -ie (-ία) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.plaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐πλα‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερπλασία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]