φριξονέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φριξονέρι τα φριξονέρια
      γενική του φριξονεριού των φριξονεριών
    αιτιατική το φριξονέρι τα φριξονέρια
     κλητική φριξονέρι φριξονέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φριξονέρι < φρίττω (αόριστος: έφριξα) + -ο- + νερό +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φριξονέρι ουδέτερο

  1. (λαογραφία) (θρησκεία) νερό που έχει καθαγιαστεί (με την εμβάπτιση σ’ αυτό ιερών λειψάνων ή άλλους τρόπους και πιστεύεται ότι έχει θεραπευτικές και ιαματικές ιδιότητες)
  2. (λαογραφία) έκχυμα ρίζας ελλέβορου που πιστεύεται ότι καταπραΰνει τη φρίκη της λεχώνας και τη θωρακίζει από τη βασκανία από κακό μάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]