φριξονέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φριξονέρι | τα | φριξονέρια |
γενική | του | φριξονεριού | των | φριξονεριών |
αιτιατική | το | φριξονέρι | τα | φριξονέρια |
κλητική | φριξονέρι | φριξονέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φριξονέρι ουδέτερο
- (λαογραφία) (θρησκεία) νερό που έχει καθαγιαστεί (με την εμβάπτιση σ’ αυτό ιερών λειψάνων ή άλλους τρόπους και πιστεύεται ότι έχει θεραπευτικές και ιαματικές ιδιότητες)
- (λαογραφία) έκχυμα ρίζας ελλέβορου που πιστεύεται ότι καταπραΰνει τη φρίκη της λεχώνας και τη θωρακίζει από τη βασκανία από κακό μάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φριξονέρι
|