φωτοευαίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοευαίσθητος < φωτο- + ευαίσθητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική photosensitive)
Επίθετο[επεξεργασία]
φωτοευαίσθητος
- που είναι ευαίσθητος στο φως, που αλλοιώνεται ή χαλάει με την έκθεσή του στο φως
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις φως, ευαίσθητος και αισθάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοευαίσθητος