χαλκούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκούχος < χαλκός + -ούχος από το έχω (λόγια λέξη για να αποδοθούν με το έχω αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές επιστημονικές ορολογίες , κατ' αναλογία προς πρότυπα από την αρχαία ελληνική : πολιοῦχος, δᾳδοῦχος, ῥαβδοῦχος, εὐνοῦχος κ.λπ.)
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλκούχος, -ος/-α, -ο
- που περιέχει χαλκό (για χημικές ενώσεις και για ορυκτά)
- χαλκοφόρος (για εδάφη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκούχος
|