χαμηλοβλέφαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.mi.loˈvle.fa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λο‐βλέ‐φα‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
χαμηλοβλέφαρος, -η, -ο
- που έχει μισόκλειστα τα βλέφαρα
- που κοιτάει, χαμηλά
- συνώνυμο του ντροπαλός, χαμηλοθώρης και θηλυκό χαμηλοβλεπούσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
με μισόκλειστα βλέφαρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)